Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τέρας

  • 41 Miracle

    subs.
    P. and V. θαῦμα, τό.
    Portent: P. and V. τέρας, τό (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miracle

  • 42 Monster

    subs.
    Beast: Ar. and P. θηρίον, τό, P. and V. θήρ, ὁ, Ar. and V. κνώδαλον, τό, V. δάκος, τό. κύων, ὁ, sometimes κακόν, τό.
    Fabulous monsters: P. φύσεις μεμυθολογημέναι (Plat.).
    Sea monster: V. κῆτος, τό (Eur., frag.).
    Portent: P. and V. τέρας, τό (Plat.).
    met., of a person: Ar. and P. θηρίον, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Monster

  • 43 Monstrosity

    subs.
    P. and V. τέρας, τό (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Monstrosity

  • 44 Monstrous

    adj.
    Huge: P. and V. περφυής (Æsch., frag.), P. ὑπερμεγεθής; see Huge.
    Unnatural: P. and V. τοπος, Ar. and P. ἀλλόκοτος.
    Horrible: P. and V. δεινός, σχέτλιος, μήχανος, P. πάνδεινος. V. δϊος, ἔκπαγλος.
    A form half-human, a monstrous portent: V. σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας (Eur., frag.).
    Monstrous shapes, half men, half beasts: V. μιξόθηρες φῶτες (Eur., Ion, 1161).
    The monstrous four-legged brood of Centaurs: V. τετρασκαλὲς ὕβρισμα κενταύρων γένος (Eur., H.F. 181).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Monstrous

  • 45 Must

    v.
    I must: use P. and V. δεῖ με, χρή με, νάγκη ἐστί μοι (or omit ἐστι), ναγκαῖόν ἐστί μοι (or omit ἐστι).
    This must be the sign of Zeus descending in thunder: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως τοῦτʼ ἔστι τὸ τέρας οὐ Διὸς καταιβάτου (Pax. 42), or use P. and V. verbal in τέος.
    I wished first to learn what must be done: V. πρώτιστʼ ἔχρῃζον ἐκμαθεῖν τί πρακτέον (Soph., O.R. 1439).
    You must have drawn up this indictment to make trial of us: P. οὐκ ἔστιν ὅπως σὺ... οὐχὶ ἀποπειρώμενος ἡμῶν ἐγράψω τὴν γραφὴν ταύτην (Plat., Ap. 27E).
    They must be wrong: P. κινδυνεύουσιν ἁμαρτάνειν.
    I love my own children, else I must be mad: V. φιλῶ ἐμαυτοῦ τέκνα. μαινοίμην γὰρ ἄν (Eur., I.A. 1256).
    These doctrines must be harmful: P. ταῦτʼ ἂν εἴη βλαβερά (Plat., Ap. 30B).
    ——————
    subs.
    Must of wine: Ar. τρύξ, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Must

  • 46 Omen

    subs.
    Omen ( derived from birds): P. and V. οἰωνός, ὁ, Ar. and V. ὄρνις, ὁ, or ἡ, V. πτερόν, τό, Ar. and V. σύμβολος, ὁ (also Xen.).
    Derived from any sound: P. and V. φήμη, ἡ, V. κληδών, ἡ, Ar. and V. φτις, ἡ.
    Portent: P. and V. φάσμα, τό, τέρας, τό, σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό.
    I aocept as an omen the crown that marks your victory: V. οἰωνὸν ἐθέμην καλλίνικα σὰ στέφη (Eur., Phoen. 858).
    With prosperous omen: V. ὄρνιθι... αἰσίῳ (Soph., O.R. 52; cf. also Ar., Ar. 717-721).
    ( The mutilation) seemed an omen of the fate of the expedition: P. (ἡ περικοπὴ) τοῦ ἔκπλου οἰωνὸς ἐδόκει εἶναι (Thuc. 6, 27).
    Take the omens, v.: P. οἰωνίζεσθαι (Xen.) (absol.), V. οἰωνοσκοπεῖν (absol.).
    Have good omens: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι (absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Omen

  • 47 Portent

    subs.
    P. and V. τέρας, τό, φάσμα, τό, σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό; see Omen.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Portent

  • 48 Prodigy

    subs.
    P. and V. τέρας, τό; see Portent, Omen.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prodigy

  • 49 Sign

    subs.
    Nod: P. νεῦμα, τό, V. σῆμα, τό; see Signal.
    Signal for battle, etc.: Ar. and P. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό.
    Proof, token: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, σύμβολον, τό, V. τέκμαρ, τό; see Proof.
    Signs in writing: V. συνθήματα, τά; see Writing.
    Portent: P. and V. τέρας, τό, φάσμα, τό, σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό.
    Omen from birds: P. and V. οἰωνός, ὁ, Ar. and V. ὄρνις, ὁ or ἡ, V. πτερόν, τό, Ar. and V. σύμβολος, ὁ (also Xen.).
    Omen from sounds: P. and V. φήμη, ἡ, V. κληδών, ἡ, Ar. and V. φτις, ἡ.
    Heavenly sign: V. σῆμα, τό, σημεῖον, τό.
    ——————
    v. trans.
    Sign ( a document) and witness its being sealed: P. γράφειν καὶ συσσημαίνεσθαι (Dem. 928); see also Seal.
    Sign accounts ( pass them): P. εὐθύνας ἐπισημαίνεσθαι (lit., seal).
    Make a sign, signal: P. and V. σημαίνειν,Ar. and V. νεύειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sign

  • 50 Wonder

    subs.
    P. and V. θαῦμα, τό, ἔκπληξις, ἡ, θάμβος, τό (Thuc. and Plat. but rare P.).
    That which causes wonder: P. and V. θαῦμα, τό.
    Portent: P. and V. τέρας, τό.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. θαυμάζειν, ποθαυμάζειν, V. θαμβεῖν; see Marvel.
    Wonder at: P. and V. θαυμάζειν (acc.), ποθαυμάζειν (acc.), V. θαμβεῖν (acc.); see marvel at.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wonder

  • 51 canavar

    θηρίο, θεριό, κτήνος, τέρας

    Türkçe-Yunanca Sözlük > canavar

  • 52 monster

    1) κτήνος
    2) τέρας

    English-Greek new dictionary > monster

См. также в других словарях:

  • τέρας — sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

  • τέρας — το, ατος 1. καθετί που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη: Γέννησε τέρας με δύο κεφάλια. 2. καθετί υπερφυσικό και ασυνήθιστο: Είναι τέρας μνήμης. 3. μτφ., άνθρωπος κακός, ακόλαστος: Αφού είναι τέρας, καλό θα κάνει; 4. ασχημάνθρωπος, κακομοίρης: Αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να …   Dictionary of Greek

  • Τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… …   Dictionary of Greek

  • τυφών — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των… …   Dictionary of Greek

  • Αχουιζότλ — Τέρας της μεξικανικής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση, το μισό μέρος του σώματός του ήταν φίδι και παραφύλαγε στις όχθες μιας λίμνης όπου και έριχνε τους περαστικούς. Οι ψυχές των πνιγμένων πήγαιναν στον παράδεισο …   Dictionary of Greek

  • τεράεσσι — τέρας sign neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράτων — τέρας sign neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράων — τέρας sign neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερέων — τέρας sign neut gen pl (epic ionic) τέρος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τερέω bore through pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»