-
1 αγοραιος
21) покровительствующий народным собраниям(Ζεύς Her., Aesch., Eur.)
2) покровительствующий торговле(Ἑρμῆς Arph.)
3) рыночный, базарный(ὄχλος Xen., Plut.; δῆμος Arst.)
ἀγοραῖα τέλη Arst. — рыночные пошлины4) площадной, грубый, вульгарный(σκώμματα Arph.; φιλία Arst.; ὀνόματα Luc.; λόγοι Plut.)
5) умеющий выступить в народном собрании или на судеἀ. καὴ πολιτικός Plut. — опытный политический деятель;
ἀνέρ ἀ. Plut. — искусный адвокат
См. также в других словарях:
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek