Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τάξος

См. также в других словарях:

  • τάξος — yew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξος — (taxus). Γένος αειθαλών κωνοφόρων δέντρων και θάμνων της οικογένειας των ταξιδών. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και τοποθετημένα σε 2 σειρές σε πλάγιους οριζόντιους βλαστούς. Έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και είναι λαμπερά. Οι κουκουνάρες περιέχουν …   Dictionary of Greek

  • τάξω — τάξος yew masc nom/voc/acc dual τάξος yew masc gen sg (doric aeolic) τάσσω draw up in order of battle aor subj act 1st sg τάσσω draw up in order of battle fut ind act 1st sg τάσσω draw up in order of battle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξον — τάξος yew masc acc sg τάσσω draw up in order of battle aor imperat act 2nd sg τάσσω draw up in order of battle fut part act masc voc sg τάσσω draw up in order of battle fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξων — τάξος yew masc gen pl τάσσω draw up in order of battle fut part act masc nom sg τά̱ξων , τήκω melt fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξως — τάξος yew masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξῳ — τάξος yew masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …   Dictionary of Greek

  • βελονόφυλλα — Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις …   Dictionary of Greek

  • μαυροέλατος — ο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Taxus baccata, γνωστότερου ως ίταμος, τού γένους τάξος …   Dictionary of Greek

  • ροδοξανθίνη — η, Ν βοτ. καροτενοειδής χρωστική που ανήκει στις ξανθοφύλλες και απαντά στο φυτό τάξος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»