-
1 τάλαρον
τάλαροςbasket: masc acc sg -
2 πένταχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένταχος
-
3 ἀργύρεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργύρεος
-
4 ἀφρῖνον
ἀφρῖνον· τάλαρον τῶν ἑλκυσμάτων τῶν ἐρίων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφρῖνον
См. также в других словарях:
τάλαρον — τάλαρος basket masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιταλάριος — Ἐπιταλάριος, ἡ (Α) (επίθ. τής Αφροδίτης) που κρατά τάλαρον*, μικρό καλάθι, κάνιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάλαρος «καλάθι»] … Dictionary of Greek
πένταχος — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Βοιωτούς) «τὴν τάλαρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με το αριθμητικό πέντε παραμένει αβέβαιη] … Dictionary of Greek