-
1 τάκων
τάκων, ωνος, ὁ, Poll. 6, 53, aus Crates com., u. bei Hesych. τακών, eine Art Wurst oder Fleischgericht.
-
2 τάκων
τάκων, ωνος, ὁ, eine Art Wurst oder Fleischgericht
См. также в других словарях:
τάκων — ωνος, και τακών, ῶνος, Α είδος λουκάνικου («τακῶνες τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τήκω*] … Dictionary of Greek
τάκωνας — τάκων sausage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)