-
1 τάγευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάγευμα
-
2 ταγεύματα
τάγευμαneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
ταγεύματα — τάγευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)