Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σῦφαρ

См. также в других словарях:

  • σύφαρ — τὸ, Α 1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος 2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ ρυτιδωμένος, γερασμένος 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς» β) «συκον ἐρρυτιδωμένον» 4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» το δέρμα τού φιδιού… …   Dictionary of Greek

  • EXUVIAE — proprie serpentum superficies. Solin. de scytale serpente c. 27. In hoc tamen squamarum nitore hiemales exuvias prima ponit. Graecis τὸ γῆρας et σῦφαρ, ut apud Hesych. videre est. Unde et γῆρας χελωνῶν, exuviae testudinum, et Latinis vett. suber …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUBER — Graece φελλὸς, arbor est non minima, glans pessima, rara, cortex tantum in fructu proecrassus ac renascens, atque etiam in denos pedes undique explanatus, Plin. l. 16. c. 8. imo vix aliud quam cortex, unde eiam ex Graeco σῦφαρ, quod pellem et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»