-
1 σῑτό-σπορος
σῑτό-σπορος, mit Weizen, mit Getreide besäet, ἄρουρα Dion. Hal. 4, 56.
-
2 σῑτόσπορος
σῑτό-σπορος, mit Weizen, mit Getreide besäet
См. также в других словарях:
μηλόσπορος — μηλόσπορος, ον (Α) φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό σπορος] … Dictionary of Greek