-
1 σῑτο-πομπία
σῑτο-πομπία, ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσϑαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.
-
2 σιτοπομπια
См. также в других словарях:
κριθοπομπία — κριθοπομπία, ἡ (Α) αποστολή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πομπία (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ονειρο πομπία, σιτο πομπία] … Dictionary of Greek