-
1 σιτοπομπεῖον
σῑτοπομπ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοπομπεῖον
-
2 σιτοπομπία
A conveyance, transport of corn, D.18.87, 241, 301, 23.155, IG22.1629.220.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοπομπία
-
3 σιτοπομπός
σῑτοπομπ-ός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοπομπός
См. также в других словарях:
σιτοπομπ(ε)ία — ἡ, Α [σιτοπομπός] 1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία 2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι … Dictionary of Greek