-
1 σῑτικός
-
2 σῑτικός
-
3 παρα-σῑτικός
παρα-σῑτικός, ή, όν, zur Schmarotzerei oder zum Schmarotzer gehörig; τέχνη, die Schmarotzerkunst, Ath. VI, 240 c; Luc. Paras. oft.
-
4 συσ-σῑτικός
συσ-σῑτικός, ή, όν, zum gemeinschaftlichen Speisen gehörig, Dosiad. bei Ath. IV, 143 c.
-
5 ἀπο-σῑτικός
ἀπο-σῑτικός, Ekel vor Speise erregend, Hippocr.
-
6 σῑτητός
σῑτητός, = σιτικός, wird bezw.
-
7 ἀποσῑτικός
-
8 παρασῑτικός
παρα-σῑτικός, ή, όν, zur Schmarotzerei oder zum Schmarotzer gehörig; τέχνη, die Schmarotzerkunst -
9 συσσῑτικός
συσ-σῑτικός, ή, όν, zum gemeinschaftlichen Speisen gehörig
См. также в других словарях:
σιτικός — σῑτικός , σιτικός of wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικός — ή, όν, Α [σῑτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ. β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ. γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν ο σίτος. επίρρ... σιτικῶς Α όπως ο σίτος, με τον τρόπο που … Dictionary of Greek
σιτικῶν — σῑτικῶν , σιτικός of wheat fem gen pl σῑτικῶν , σιτικός of wheat masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικόν — σῑτικόν , σιτικός of wheat masc acc sg σῑτικόν , σιτικός of wheat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτικώς — Α επίρρ. βλ. σιτικός … Dictionary of Greek
σιτικοῖς — σῑτικοῖς , σιτικός of wheat masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικοί — σῑτικοί , σιτικός of wheat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικοῦ — σῑτικοῦ , σιτικός of wheat masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικούς — σῑτικούς , σιτικός of wheat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικῆς — σῑτικῆς , σιτικός of wheat fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)