-
1 σιρικοποιός
σῑρῐκοποιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιρικοποιός
-
2 σηρικοποιός
A v. σιρικοποιός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηρικοποιός
-
3 σιρικός
σιρικός, ή, όν (the spelling attested by uncials [cp. Peripl. Eryth. 39, p. 13, 11; IG XIV, 785, 4 σιρικοποιός] for the more usual σηρικός [=‘silken’ Strabo 15, 1, 20; Plut., Mor. 396b; Cass. Dio 57, 15; Jos., Bell. 7, 126 Vespasian and Titus are clothed ἐν ἐσθῆσιν σηρικαῖς].—B-D-F §41, 1; 42, 4; Mlt-H. 72; 378; cp. Σῆρες ‘Chinese’; also Paus. 6, 26, 4. Loanw. in rabb.) pert. to silk fabric from Ser, subst. τὸ σιρικόν silk cloth or garments w. other costly materials Rv 18:12; GJs 10:2.—B. 403. M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
σιρικοποιός — ὁ, Α βλ. σηρικοποιός … Dictionary of Greek
σηρικοποιός — και σιρικοποιός, ὁ, Α μεταξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + ποιός*] … Dictionary of Greek