Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σῑρομάστης

См. также в других словарях:

  • σιρομάστης — pit searcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστης — και σειρομάοτης, ὁ, Α 1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι 2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω… …   Dictionary of Greek

  • σιρομαστῶν — σιρομάστης pit searcher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάσταις — σιρομάστης pit searcher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστην — σιρομάστης pit searcher masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστῃ — σιρομάστης pit searcher masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστας — σιρομάστᾱς , σιρομάστης pit searcher masc acc pl σιρομάστᾱς , σιρομάστης pit searcher masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρομάστης — ὁ, Α βλ. σιρομάστης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»