-
1 σιδηροφρων
дор. σῐδᾱρόφρων 2, gen. ονος с железным сердцем, жестокосердный(θυμός Aesch.; φόνος Eur.)
См. также в других словарях:
σιδηρόφρων — ήροφρον, Α αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό φρων] … Dictionary of Greek