-
1 σιδηρόδετος
σῐδηρό-δετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρόδετος
-
2 σιδηροδετος
См. также в других словарях:
σιδηρόδετος — η, ο / σιδηρόδετος, ον, ΝΜΑ σιδερόδετος μσν. σιδηροδέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό δετος] … Dictionary of Greek