-
1 σιδηρόκωπος
σῐδηρό-κωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρόκωπος
См. также в других словарях:
σιδηρόκωπος — ον, Α οπλισμένος με σίδηρο, με σιδερένια όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κωπος (< κώπη «κουπί, σπαθί»), πρβλ. ἐλεφαντό κωπος] … Dictionary of Greek
ιστιόκωπος — ἱστιόκωπος, ἡ (Α) (ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος, φιλό κωπος] … Dictionary of Greek
κερόκωπος — κερόκωπος, ον (Μ) αυτός που έχει κώπη, δηλ. λαβή, από κέρατο («ξίφος κερόκωπον», Μοσχόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κωπος (< κώπη), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek
μακρόκωπος — μακρόκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μακριά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek
λιπόκωπος — λιπόκωπος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek