-
1 валок
1. (прокатный, каландра) о κύλινδρος έλασης, το έλαστροсортовой - см. калиброванный2. с.-х. η λωρίδα θερισμένων χόρτων/δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валок
-
2 плита
1. стр. η πλάκα, η πλαξопорная - см. фундаментная -фундаментная - της βά-σης/θεμελίωσης2. (для приготовления пищи) η κουζίναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плита
-
3 авизо
фин. η επιστολή ενημέρω-σης/ειδοποίησηςη αναγγελίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > авизо
-
4 вагонетка
το βαγονέτο (το μικρό ανοικτό βαγόνι για μεταφορά υλικών σε μικρές αποστάσεις), η χειράμαξαзавалочная - πλήρωσης/φόρτω-σηςзагрузочная - см. завалочная --Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагонетка
-
5 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
6 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
-
7 всенаправленный
πάσης διεύθυν-σης/κατεύθυνσης, παγκατευθυντικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > всенаправленный
-
8 гак
мор. το άγκιστρο, ο γάντζος, η αρπάγη, το τσιγκέλιбуксирный - ρυμούλκη-σης/έλξηςвертлюжный - περιστρεφόμενο - (περί τον άξονα του), разг. το στριφτάριгрузовой однорогий мор. - φορτίου με ένα γάντζοгрузовой - с вертлюгом мор. - του φορτίου με στριφτάριдвурогий мор. - με διπλούς γάνζουςтормозной - φρένου/πέδηςшлюпочный мор. - της λέμβουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гак
-
9 гляделка
η οπή επιθεώρησης/παρατήρη-σης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гляделка
-
10 гофрирование
η διαμόρφωση κυμάτω-σης/γκοφρέРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гофрирование
-
11 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
12 заквасочник
пищ. η σκάφη ζύμω-σης/του ζυμώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заквасочник
-
13 затвор
1. (запор, засов) η αμπάρα 2. (гид-ротехнический) о υδροφράκτης, ο υδατο-φράκτης 3. (фотографический) το κλείστρο (του διαφράγματος (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (огнестрельного оружия) το κλείστρο 5. (полевого транзистора) η πύληизолированный - απομονωμένη - (трубопровода) το επιστόμιο, η βάναгидравлический - см. водяной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затвор
-
14 зенкер
тех. το εργαλείο ευθυγράμμι-σης/κατεργασίας των οπών, το διευρυντικό τρυπάνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зенкер
-
15 золошлакоотвал
ο χώρος αποθήκευ-σης/η χωματερή της τέφρας (και άλλων υπολειμματικών της καύσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золошлакоотвал
-
16 инструкция
1. (свод правил) η (τεχνική) προδιαγραφή/οδηγία- по установке - άρμοσης/τοπο-θέτησης2. (руководящие указания) η οδηγία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инструкция
-
17 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
18 манометр
το μανόμετρο, το θλιβόμετρο. - абсолютного давления - απόλυτης πίεσηςвакуумный - см. вакуумметрводяной - μέτρησης ύδα-τος/νερούмасляный - λαδιού/ελαίου- εργασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манометр
-
19 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
20 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
См. также в других словарях:
σής — moth masc nom sg σής moth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῆς — σέω pres ind act 2nd sg (doric) σέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) σής moth masc acc pl (attic epic doric) σής moth masc nom/voc pl (doric aeolic) σός thy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σής — ητός, ὁ, ΝΑ (λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ. β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ) αρχ. 1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός τής Αλεξανδρινής εποχής 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῑς μελισσ(ε)ίοις… … Dictionary of Greek
σῇς — σέω pres subj act 2nd sg σός thy fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεός — σής moth masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητί — σής moth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητῶν — σής moth masc gen pl σητάω fret pres part act masc voc sg σητάω fret pres part act neut nom/voc/acc sg σητάω fret pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σητάω fret pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητός — σής moth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοῖν — σής moth masc gen/dat dual (attic epic doric) σός thy masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοῦς — σής moth masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σᾶ — σής moth masc acc sg (doric aeolic) σῶς safe and sound neut nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)