-
1 σαπωναρικός
A saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; - αρικὴ τέχνη art of making soap, Zos.Alch.p.142B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαπωναρικός
См. также в других словарях:
σαπωναρικός — ή, όν, Α 1. σαπωνοειδής 2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» η τέχνη παρασκευής σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε αρ (πρβλ. πλουμ αρ ικός)] … Dictionary of Greek