-
1 σακίτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σακίτας
-
2 σηκίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηκίτης
См. также в других словарях:
σακίτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σηκίτης … Dictionary of Greek
σηκίτης — και δωρ. τ. σακίτας, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. (για αρνί ή κατσίκι) αυτός που φυλάσσεται στον στάβλο, αυτός που θηλάζει ακόμη 2. φρ. «ἀμνὸς σακίτας» μανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek