-
1 σαφεως
-
2 σαφως
ион. σᾰφέως (compar. σαφέστερον и σαφεστέρως)1) ясно, точно(εἰδέναι Xen.; μανθάνειν Plat.)
2) отчетливо, внятно(ἀκούειν Soph.)
3) явно, очевидно, бесспорно, достоверно(σ. ἀπολωλέναι Xen.; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ. Soph.)
σ. φρόνει Soph. — будь уверен
См. также в других словарях:
σαφέως — σαφής clear adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek