-
1 συσπαστος
-
2 σύσπαστος
См. также в других словарях:
σύσπαστος — capable of being drawn together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσπαστος — η, ο και συσπαστός, ή, ό / σύσπαστος, ον και συσπαστός, όν, ΝΑ [συσπῶ] ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.) νεοελλ. 1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση 2. το… … Dictionary of Greek
συσπαστόν — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem acc sg σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg συσπαστός capable of being drawn together masc/fem acc sg συσπαστός capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπαστοῖς — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem/neut dat pl συσπαστός capable of being drawn together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπαστά — σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl συσπαστός capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσπαστον — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem acc sg σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπάστου — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσπαστα — σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσπαστο — το, Ν τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος] … Dictionary of Greek