-
1 συρδην
adv. [σύρω]1) непрерывными рядами, друг за другом(ὄχλον πέμπειν Aesch.)
2) сплошь, до основания(ἅπαντα ἀναλῶσαι Eur.)
См. также в других словарях:
κατατμήδην — (Μ) επίρρ. σε κομμάτια, κομματιαστά, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα τμη τού κατατέμνω «κατακομματιάζω», πρβλ. μέλλ. κατα τμή σω + επιρρμ. κατάλ. δην, (πρβλ. κλή δην, σύρ δην)] … Dictionary of Greek