-
1 σύρματα
σύρμαanything trailed: neut nom /voc /acc pl -
2 σύρματ'
σύρματα, σύρμαanything trailed: neut nom /voc /acc plσύρματι, σύρμαanything trailed: neut dat sgσύρματε, σύρμαanything trailed: neut nom /voc /acc dual -
3 μελανοσυρμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοσυρμαῖος
-
4 σαίρω 1
σαίρω 1.Grammatical information: v.Meaning: `to sweep, to sweep out' (S., E.), metaph. `to clear away' (BCH 29, 204; Crete).Compounds: As 1. member perh. in σαράπους (Gal.), acc. σαράποδα, σάραπον (Alc.); after D. L. 1, 81 διὰ τὸ πλατύπουν εἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε (cf. Bechtel Dial. 1, 125, Sommer Nominalkomp. 26 n. 4 [p. 27] a. 188); after Gal. however to σέσηρα (2. *σαίρω); the word σαραποδ- is unexplained.Derivatives: 1. σάρον n. `brushings' (Sophr., Ion Trag., Call.), `broom' (Epid. IVa a.o.) with σαρ-όομαι, - όω `to be swept out, to sweep out, to sweep clean' (Lyc., NT, Pap. a.o.), from which - ωσις f. `sweep out' (pap.), - ωμα n. `brushings' (AB a.o.), - ωται pl. m. `sweeper' (Phanagoria), - ωτρον n. `broom' (Suid.); 2. σάρματα pl. n. `brushings' (Rhinth.), σαρμός σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα... H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Since Fick BB 5, 167 connected with σύρω `draw, drag (along)' ( σύρματα, συρφετός `brushings'); the anlaut may have been (acc. Hirt) with Bq and WP. 1, 750; 2, 530 (asking) IE tu̯-, with σαρ- and συρ- as diff. variants of a zero grade *tu̯r̥-i̯ō (cf. Schwyzer 351 f.) [rather uncertain]. An agreeing full grade present *tu̯er-ō may be found in Germ., e.g. OHG dweran `turn around quickly, stir through each other, mix'; to this nominal derivations like zero grade Lat. tur-ma `troop, squadron'. Also turba and σύρβη, τύρβη (s.v.) might belong here. Cf. also τορύνη, and ὀτραλέως. -- A connection with σὺρω is far from evident (against DELG).Page in Frisk: 2,671-672Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαίρω 1
См. также в других словарях:
σύρματα — σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρματ' — σύρματα , σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc pl σύρματι , σύρμα anything trailed neut dat sg σύρματε , σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… … Dictionary of Greek
κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για … Dictionary of Greek
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
ταλαντογράφος — Όργανο για τη γραφική ή φωτογραφική αποτύπωση των ταλαντώσεων ηλεκτρικών, μηχανικών ή άλλου τύπου μεγεθών. Ιδιαίτερα απλοί είναι οι μηχανικοί τ., με τους οποίους καταγράφονται οι μηχανικές ταλαντώσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: επί του παλλόμενου… … Dictionary of Greek
ανδρείκελα — Οι μικρές κούκλες που χρησιμοποιούνται στο κουκλοθέατρο. Είναι συνήθως κατασκευασμένες από ξύλο, χαρτόνι ή άλλο υλικό και κινούνται με το χέρι ή τις τραβούν κατάλληλα με κλωστές ή λεπτά σύρματα. Τα α. είναι γνωστά από την αρχαία εποχή και… … Dictionary of Greek