Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύν-αιμος

См. также в других словарях:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κάθαιμος — κάθαιμος, ον (Α) γεμάτος αίματα, καταματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. έν αιμος, σύν αιμος] …   Dictionary of Greek

  • ύφαιμος — ον, Α 1. γεμάτος αίμα, καταματωμένος («ώστε ὕφαιμοι μὲν oἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐγένοντο», Δημοσθ.) 2. (για την ιδιοσυγκρασία, κράση ή για την επιδερμίδα) αιματώδης·3. (κυρίως για άλογο) ζωηρός, θερμόαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) …   Dictionary of Greek

  • σύναιμος — και ξύναιμος, ον, Α 1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος 2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή 3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.) β) «νεῑκος ξύναιμον» η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»