-
1 σύν-αιμος
σύν-αιμος, = Folgdm; οἷς ὁμόϑεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; oft substantivisch, Bruder, Schwester, ὁ σὸς ξύναιμος, O. C. 1357, αὐτή τε χἠ ξύναιμος, Ant. 784, Eur. I. T. 774, λέ χος, Phoen. 824, auch Ζεύς als Beschützer der Blutsverwandtschaft heißt so. – Bei Ath. X, 452 c in einem Räthsel, σύναιμα ποιεῖν, mit Doppelsinn ( Aenigm. 8 in Anth. App. 117).
-
2 συν-όμ-αιμος
συν-όμ-αιμος, = Folgdm, Schol. Eur. Alc. 410.
-
3 σύναιμος,
σύν-αιμος, u. συν-αίμων, gemeinsamen Geblüts; substantivisch: Bruder, Schwester; auch Ζεύς als Beschützer der Blutsverwandtschaft heißt so -
4 συναίμων
σύν-αιμος, u. συν-αίμων, gemeinsamen Geblüts; substantivisch: Bruder, Schwester; auch Ζεύς als Beschützer der Blutsverwandtschaft heißt so -
5 συναιμος
I21) единокровный, родной, родственныйγονᾷ ξ. Soph. — родной по крови;
ὦ ξύναιμον ὄμμ΄ ἐμοί! Soph. — родной мой!2) происходящий между родственниками(νεῖκος Soph.)
3) хранящий родственные связи, оберегающий святость семейственных отношений(Ζεύς Soph.)
IIὅ и ἥ близкий родственник, преимущ. брат или сестра Soph. -
6 συνομαίμων,
συν-ομ-αίμων, u. συν-όμ-αιμος, mit, von demselben Blute, blutsverwandt, bes. Bruder u. Schwester -
7 συνόμαιμος
συν-ομ-αίμων, u. συν-όμ-αιμος, mit, von demselben Blute, blutsverwandt, bes. Bruder u. Schwester
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κάθαιμος — κάθαιμος, ον (Α) γεμάτος αίματα, καταματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. έν αιμος, σύν αιμος] … Dictionary of Greek
ύφαιμος — ον, Α 1. γεμάτος αίμα, καταματωμένος («ώστε ὕφαιμοι μὲν oἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐγένοντο», Δημοσθ.) 2. (για την ιδιοσυγκρασία, κράση ή για την επιδερμίδα) αιματώδης·3. (κυρίως για άλογο) ζωηρός, θερμόαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) … Dictionary of Greek
σύναιμος — και ξύναιμος, ον, Α 1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος 2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή 3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.) β) «νεῑκος ξύναιμον» η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek