Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύνοψις

См. также в других словарях:

  • σύνοψις — a seeing all together fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύνοψις — Χρονογραφία που αρχίζει από την κοσμογονία και φτάνει έως το 1261, έτος της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το κείμενό της δημοσίευσε: ο Κ. Ν. Σάθας στον 7o τόμο της Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης (1894, σελ. 1 556). Το… …   Dictionary of Greek

  • Σύνοψις ιερά — Εγχειρίδιο που περιέχει εκκλησιαστικές προσευχές και ακολουθίες, που απευθύνεται κυρίως στους λαϊκούς. Υπάρχει μικρή και μεγάλη σύνοψη. Στην τελευταία καταχωρούνται και τα κείμενα των Ευαγγελίων και των Πράξεων των Αποστόλων που διαβάζονται τις… …   Dictionary of Greek

  • συνόψει — σύνοψις a seeing all together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνόψεϊ , σύνοψις a seeing all together fem dat sg (epic) σύνοψις a seeing all together fem dat sg (attic ionic) συνοράω to be able to see fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόψεις — σύνοψις a seeing all together fem nom/voc pl (attic epic) σύνοψις a seeing all together fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Синопсис — (συνοψις, от греческих слов: συν с и όπτω смотрю) в научной номенклатуре древних греков означало изложение в одном общем обзоре, в сжатой форме, без подробной аргументации и без детальных теоретических рассуждений, одного целого предмета или… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • συνόψεσι — σύνοψις a seeing all together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόψισιν — σύνοψις a seeing all together fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοψιν — σύνοψις a seeing all together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… …   Dictionary of Greek

  • Dobruja — Dobrudzha redirects here. For the football team, see PFC Dobrudzha Dobrich. Dobrogea redirects here. For the village in Chişinău municipality, Moldova, see Sîngera. Dobruja (dark green) within Romania and Bulgaria (light green) in Europe Dobruja… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»