Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύνεγγυς

  • 1 συνεγγυς

        I
        adv. в разн. знач. совсем близко, в непосредственной близости Xen., Thuc.
        

    μέ πόρρω, ἀλλὰ σ. Arst. — не в далеком будущем, а в ближайшем;

        ἥ σ. αἰτία Arst. — ближайшая причина;
        τὸ σ. Arst. — непосредственная близость, соседство;
        οἱ μέσοι καὴ οἱ σ. Arst.средние классы и ближайшие к ним

        II
        в знач. praep. cum gen. et dat. (в разн. знач.) близ, близко Thuc., Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > συνεγγυς

  • 2 σύνεγγυς

    σύνεγγυς
    near: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > σύνεγγυς

  • 3 σύνεγγυς

    σύνεγγῠς, Adv. (freq. used like an Adj.):
    1 of Place, near, Hp.Art.41, Th.4.24, X.HG6.5.17, etc.; near at hand, PEnteux.27.5 (iii B.C.); σ. ἀλλήλων quite close one to another, Arist.HA 541a8, etc.; τὸ μὴ ς. non- proximity, Id.Pol. 1280b24; πάντα τὰ σ. πράγματα all his local interests, OGI229.94 (Smyrna. iii B.C.): [comp] Sup.

    συνέγγιστα Plu.2.619d

    , Vett.Val.341.23.
    2 of Time, Arist.Rh. 1382a25.
    3 of relationship, descent, Id.EN 1162a3, al.
    4 of Quality, οἱ ς. persons of similar rank, Id.Pol. 1296a5; τὰ σ. τοῖς ὑπάρχουσιν closely allied to the real qualities, Id.Rh. 1367a33, cf. 1386b17; σ. εἰσι τοῖς ὀστοῖς.. ὄνυχές τε καὶ ὅπλαι κτλ. Id.PA 655b2, cf. 681a15, Pol. 1272b27; τὰ ς., opp. τὰ πολὺ διεστῶτα, Id.Top. 116a7, cf. APr. 66a37; καὶ τούτοις ἄλλα ὀνόματα σ. ([etym.] ὅμοια) Id.Pol. 1321b40, cf. EN 1111b20.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνεγγυς

  • 4 σύνεγγυς

    επίρρ. близко, в непосредственной близости;

    εκ τού σύνεγγυςвблизи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύνεγγυς

  • 5 σύνεγγυς

    [синэнгис] επίρ совсем близко.

    Эллино-русский словарь > σύνεγγυς

  • 6 σύνεγγυς

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > σύνεγγυς

  • 7 σύνεγγυς D/P 1-0-0-0-5=6[/*] Dt 3,29; TobS 11,15; Sir 14,24; 26,12; 51,6

    nearby Sir 26,12; near, next to [τινος] Dt 3,29

    Lust (λαγνεία) > σύνεγγυς D/P 1-0-0-0-5=6[/*] Dt 3,29; TobS 11,15; Sir 14,24; 26,12; 51,6

  • 8 ξύνεγγυς

    σύνεγγυς, σύνεγγυς
    near: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ξύνεγγυς

  • 9 συνεγγιστα

        superl. к σύνεγγυς См. συνεγγυς I

    Древнегреческо-русский словарь > συνεγγιστα

  • 10 σύν-εγγυς

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σύν-εγγυς

  • 11 ἀμφ-ήριστος

    ἀμφ-ήριστος ( ἐρίζω), bestritten, unentschieden, Hom. zweimal, vom Wettrenner, Iliad. 23, 382 καί νύ κεν ἢ παρέλασσ' ἢ ἀμφήριστον ἔϑηκεν, er hätte den Sieg zweifelhaft gemacht, wäre mit dem Anderen zugleich an's Ziel gekommen; 23, 527 εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισιν, τῷ κέν μιν παρέλασσ' οὐδ' ἀμφήριστον ἔϑηκεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἢ ἀμφήριστον ἔϑηκεν, οὐκ εὖ· νῦν γὰρ οὐχ ἁρμόζει, ἐπὶ Διομήδους δὲ τοῦ σύνεγγυς τρέχοντος. διὰ δὲ τούτου βούλεται λέγειν οὐδ' ὅλως ἀμφήριστον; – Apoll. Rh. 3, 627 νεῖκος; Cereal. 3 (VII, 369); ἐλπίδες Pol. 5, 85, 6 Luc. Eun. 4.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀμφ-ήριστος

  • 12 βάλλω

    (αόρ. εβαλον, παθ. αόρ. εβλήθην) 1. μετ.
    1) бросать, кидать; метать, пускать; 2) поражать, ранить (камнем, пулей); 3) см. βάζω; 2. αμετ. 1) стрелять,- вести огонь;

    βάλλω εκ τού σύνεγγυς — вести огонь прямой наводкой;

    βάλλω επί σκοπόν — вести огонь по цели, стрелять в цель;

    2) перен. (κατά) нападать, обрушиваться (на кого-л.);

    βάλλει εναντίον μου — он выступает с нападками на меня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάλλω

  • 13 εκ

    (перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.
    1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;

    εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;

    εκ συμφώνου по соглашению;
    εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκ

  • 14 ῥοιβδέω

    II suck down, of Charybdis, Od.12.106;

    κῦμα δ' ἐρροίβδει μέγα σύνεγγυς ἡμῶν Ezek.Exag. 237

    , cf. Aristid.Or.46(3).38.
    2 cause to gush forth,

    ὅταν.. κρηναῖον ἐξ ἄμμοιο-ήση γάνος Lyc.247

    . (In signf. 11 ῥυβδέω shd. perh. be written, cf. ἀναρροιβδέω; signf. 1 is found also in ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοιβδέω

См. также в других словарях:

  • σύνεγγυς — near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνεγγυς — ΝΑ επίρρ. τοπ. πολύ κοντά νεοελλ. φρ. «εκ τού σύνεγγυς» από πολύ κοντά αρχ. 1. χρον. πολύ σύντομα 2. ως επίθ. όμοιος («σύνεγγυς δὲ κατὰ τὴν ἁφήν ἐστι τοῑς ὀστοῑς», Αριστοτ.) 3. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) τὸ σύνεγγυς η εγγύτητα 4. φρ. «τὰ σύννεγυς… …   Dictionary of Greek

  • ξύνεγγυς — σύνεγγυς , σύνεγγυς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

  • CAULONIA — apud Soli. c. 2. Notum est, a Philocteta Petiliam constitutam Caudoniam et Terinam a Crotoniensibus, etc. et Marcianum Heracleotam, Ε῎χεται δὲ τούτων πρῶτα μὲν Καυλωνία, Ε᾿κ τȏυ Κρότωνος ἥτις ἐχ᾿ ἀποιχίαν. Α᾿πὸ τȏυ συνεγγὺς κειμέννου τε τῇ πόλει… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • σχέδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. (λόγιος τ.) ναυτ. (παράγγελμα σχετικά με συρόμενο σχοινί) ήρεμα μσν. αρχ. από πολύ κοντά, εκ τού σύνεγγυς αρχ. σιγά σιγά («σχέδην εἰς τὰ ἱερὰ διελαύνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σχεδόθεν — Α επίρρ. 1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ τού σύνεγγυς β) (συν. χρησιμοποιείται αντί τού σχεδόν) πλησίον, κοντά 2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εγγύ θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐՁ — ( ) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c նխ.մ. πλησίον, ἑγγύς, ἕγγιον, σύνεγγυς prope, proxime, juxta ἑγγύτερον propius. եւ բայիւ ἑγγίζω, συνεγγίζω appropinquo πάρεστι adest. Մօտ. հուպ. առընթեր. ներկայ. մօտը,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»