Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σύμ-φορος

См. также в других словарях:

  • ευσύμφορος — εὐσύμφορος και εὐξύμφορος, ον (Μ) αυτός που συμφέρει πολύ, ο πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ φορος (< συμ φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»