-
1 σύμμαχος
σύμ|μαχος, ον союзнический; сущ. соратник, союзник -
2 συμμαχος
I21) совместно сражающийся, воюющий в союзе, союзный(τινι Her., Aesch.)
2) оказывающий помощь, служащий поддержкой(δόρυ Aesch.)
τὸ χωρίου τὸ δυσέμβατον ἡμέτερον ξύμμαχον γίγνεται Thuc. — (самая) неприступность местности оказывается нам на руку;σύμμαχον τάχος Xen. — обеспечивающая успех быстрота;πολλά ἐστι τὰ σύμμαχά τινι Xen. — в чьём-л. распоряжении имеется множество средствIIὅ и ἥ1) союзникξυμμάχους τινὰς ποιεῖσθαι ἐπί τινα Xen. — сделать кого-л. своими союзниками в борьбе против кого-л.
2) помощникτὸ δίκαιον ἔχειν σύμμαχον Lys. — иметь справедливость на своей стороне, т.е. защищать правое дело
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… … Dictionary of Greek
θεατρομαχώ — θεατρομαχῶ, έω (Μ) μάχομαι μέσα σε θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, συμ μαχώ] … Dictionary of Greek
συνεκμαχώ — έω, Α εξορμώ προς την μάχη μαζί με άλλους («πολλοὺς ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν... ξυνεκμαχοῡντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. συμ μαχῶ] … Dictionary of Greek