-
1 συμμαχος
I21) совместно сражающийся, воюющий в союзе, союзный(τινι Her., Aesch.)
2) оказывающий помощь, служащий поддержкой(δόρυ Aesch.)
τὸ χωρίου τὸ δυσέμβατον ἡμέτερον ξύμμαχον γίγνεται Thuc. — (самая) неприступность местности оказывается нам на руку;σύμμαχον τάχος Xen. — обеспечивающая успех быстрота;πολλά ἐστι τὰ σύμμαχά τινι Xen. — в чьём-л. распоряжении имеется множество средствIIὅ и ἥ1) союзникξυμμάχους τινὰς ποιεῖσθαι ἐπί τινα Xen. — сделать кого-л. своими союзниками в борьбе против кого-л.
2) помощникτὸ δίκαιον ἔχειν σύμμαχον Lys. — иметь справедливость на своей стороне, т.е. защищать правое дело
-
2 Σύμμαχος
Σύμμαχοςfighting along with: masc nom sg -
3 σύμμαχος
σύμμαχοςfighting along with: masc /fem nom sg -
4 σύμμαχος
-
5 σύμμαχος
-
6 σύμμαχος
σύμ|μαχος, ον союзнический; сущ. соратник, союзник -
7 σύμμαχος
-
8 σύμμαχος
[симмахос] ουσ. а. союзник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμμαχος
-
9 σύμμαχος
-
10 σύμμαχος
[симмахос] ουσ α союзник. -
11 σύμμαχος
σύμμᾰχ-ος, ον,A fighting along with, leagued or allied with, τινι A.Ch.2,19, Hdt.1.22, etc.: freq. abs. as Subst., ally, Sapph. 1.28 (fem.), etc.; and in pl. allies, Hdt.1.102, al., IG12.76.14, etc.;σ. ἐπί τινα X.An.5.5.22
.2 as a real Adj., of things, places, circumstances,συμμάχῳ δορί A.Eu. 773
;αὐτὴ γὰρ ἡ γῆ ξ. κείνοις πέλει Id.Pers. 792
; συντυχίη ἐπεγένετό τινι ς. Hdt.5.65;νόμον σ. τῷ θέλοντι Id.3.31
;τὸ εἰκὸς σ. μοί ἐστιν Antipho 5.43
; , cf. Hdt.4.129;πολλά ἐστι τὰ σύμμαχα X.An.2.4.7
;σ. ἔχειν τὸ δίκαιον Lys.2.10
; ὅρκοι καὶ ξυνθῆκαι ib. 62;τάχος σ. εἰς τὸ πραχθῆναι X.Cyr.3.2.4
: c. gen. rei,ἀρετὴ τῶν ἐν πολέμῳ σ. ἔργων Id.Mem.2.1.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμαχος
-
12 σύμμαχος
σύμ-μαχος, mitkämpfend, zum Kampfe verbündet, helfend; σύμμαχα ὅρκια, Eid beim Schutzbündnis. Gew. ὁ σύμ., der Kampf-, Bundesgenosse. Überh. helfend, zustatten kommend -
13 σύμμαχος
cоjузникГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύμμαχος
-
14 σύμμαχος
allié -
15 σύμμαχος
1) aliant (m) rzecz.2) krewny przym.3) sojuszniczy przym.4) sojusznik (m) rzecz.5) sprzymierzeniec (m) rzecz. -
16 σύμμαχος
1) příbuzný2) spojenecký3) spojený4) spřízněný -
17 σύμμαχος
1) allied2) allyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύμμαχος
-
18 ally
σύμμαχος -
19 aliant
σύμμαχος -
20 sojusznik
σύμμαχος
См. также в других словарях:
Σύμμαχος — fighting along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχος — fighting along with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
σύμμαχος — η, ο 1. συμμαχητής, συμπαραστάτης. 2. αυτός που συνδέεται με συμμαχία με κάποιον: Τα σύμμαχα κράτη δε θέλησαν να εμποδίσουν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύμμαχος, Κόιντος Αυρήλιος — (Symmachus). Ρωμαίος αριστοκρατικής καταγωγής (345 405 μ.Χ.). Διετέλεσε νομάρχης της Ρώμης το 384. Ήταν ρήτορας, που ο Μικρόβιος μνημονεύει την ευγλωττία του. Ο γιος του συγκέντρωσε τις επιστολές του σε δέκα βιβλία. Τα πρώτα εννιά αποτελούνται… … Dictionary of Greek
Ξύμμαχος — Σύμμαχος , Σύμμαχος fighting along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμμαχος — σύμμαχος , σύμμαχος fighting along with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμμάχω — Σύμμαχος fighting along with masc nom/voc/acc dual Σύμμαχος fighting along with masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχω — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχως — σύμμαχος fighting along with adverbial σύμμαχος fighting along with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχον — σύμμαχος fighting along with masc/fem acc sg σύμμαχος fighting along with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)