Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σύλη

См. также в других словарях:

  • σύλη — σύ̱λη , σύλη the right of seizing the ship fem nom/voc sg (attic epic ionic) σύ̱λη , συλάω strip off pres imperat act 2nd sg (doric) σύ̱λη , συλάω strip off pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σύ̱λη , συλάω strip off imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλη — η, ΝΑ η λεία αρχ. 1. το δικαίωμα κατάσχεσης τού πλοίου ή και τού φορτίου που ανήκε σε ξένο έμπορο ως αποζημίωση για βλάβη που αυτός προκάλεσε ή και για οφειλή ληξιπρόθεσμη, καθώς και η άσκηση τού παραπάνω δικαιώματος 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

  • Σύλη — Σύλευς masc nom/voc/acc dual Σύλευς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῦλα — σύλη the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl σῦλα neut nom/voc/acc pl σῦλον the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῦλαι — σύλη the right of seizing the ship fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῦλον — σύλη the right of seizing the ship neut nom/voc/acc sg σῦλον the right of seizing the ship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… …   Dictionary of Greek

  • συλικός — ή, όν, Α [σῡλον / σύλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύλη …   Dictionary of Greek

  • σύλο — το / σῡλον, ΝΑ η σύλη αρχ. 1. φορτίο πλοίου που έχει κατασχεθεί 2. κατακράτηση πραγμάτων, εμπορευμάτων 3. σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. σῦλα (τὰ) καί μτγν. στον ενικό αριθμό σῦλον (τὸ) (πρβλ. και σῦλαι > σύλη). Για… …   Dictionary of Greek

  • ξύλας — σύ̱λᾱς , σύλη the right of seizing the ship fem acc pl σύ̱λᾱς , σύλη the right of seizing the ship fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλα — σύ̱λᾱ , σύλη the right of seizing the ship fem nom/voc/acc dual σύ̱λᾱ , σύλη the right of seizing the ship fem nom/voc sg (doric aeolic) σύ̱λᾱ , συλάω strip off pres imperat act 2nd sg σύ̱λᾱ , συλάω strip off imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»