-
121 συν-τηρέω
συν-τηρέω, mit, zugleich bewachen, bewahren, beobachten; τὰ δίκαια, Pol. 4, 60, 10; τὴν γνώμην παρ' ἑαυτῷ, bei sich behalten, 31, 6, 5; συντηροῠντα πόῤῥωϑεν παίειν, zielend, Plut. Marcell. 12.
-
122 συν-τορῡνάω
συν-τορῡνάω, zusammenrühren, Sp.
-
123 συν-τονόω
συν-τονόω, mit einerlei Ton od. Accent bezeichnen, Apoll. Dysc. Synt. p. 342, Bekk.
-
124 συν-τηκτικός
συν-τηκτικός, ή, όν, zusammenschmelzend, Arist. de somn. 3 u. Sp.
-
125 συν-τομεύω
συν-τομεύω, = Folgdm, Suid. v. αὐτοσχεδιάζω.
-
126 συν-τονο-λῡδιστὶ
συν-τονο-λῡδιστὶ ἁρμονία, Plat. Rep. III, 398 e, eine Tonart, welche auch ὑπερλύδιος hieß, s. Böckh Pind. 1, 2 p. 237.
-
127 συν-τομέω
-
128 συν-τονέω
συν-τονέω, anspannen, Alex. Trall.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
σύν — with. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)