-
1 σιττύβαι
σιττύβαι· δερμάτιναι στολαί· τὰ μικρὰ ἱμαντάρια, Hsch.: cf.Aσίττυβα χιτὼν ἐκ δέρματος Poll.7.70
; σίττυβα· δερμάτια, Phot.; σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα Hdn.Gr.1.378: cf. σίλλυβος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιττύβαι
-
2 σιττύβαι
Grammatical information: f.Meaning: δερμάτιναι στολαί, τὰ μικρὰ ἱμαντάρια H. Further σίττυβα (pl.n.) χιτὼν ἐκ δερμάτων (Poll. 7, 70), σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα (Hdn. Gr. 1, 378) and σίττυβοι κροσσοί, ἱμάντες, θύσανοι (Phot., Eust.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. Groželj, Živa Antika 5, 1955, 230.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σιττύβαι
См. также в других словарях:
σίττυβα — και σιττύβη, ἡ, Α 1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα» 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί τὰ μικρὰ ἱμαντάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… … Dictionary of Greek
σίττυβον — τὸ, Α 1. (κατά τον Ηρωδιαν. και τον Φώτ.) μικρό τεμάχιο δέρματος 2. στον πληθ. τὰ σίττυβα (κατά τον Πολυδ.) «χιτὼν ἐκ δερμάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σίττυβα* (ἡ)] … Dictionary of Greek
σίττυβος — ὁ, Α χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, είδος χύτρας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σίττυβα* (ἡ)] … Dictionary of Greek