Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σίττυβα

См. также в других словарях:

  • σίττυβα — και σιττύβη, ἡ, Α 1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα» 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί τὰ μικρὰ ἱμαντάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • σίττυβον — τὸ, Α 1. (κατά τον Ηρωδιαν. και τον Φώτ.) μικρό τεμάχιο δέρματος 2. στον πληθ. τὰ σίττυβα (κατά τον Πολυδ.) «χιτὼν ἐκ δερμάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σίττυβα* (ἡ)] …   Dictionary of Greek

  • σίττυβος — ὁ, Α χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, είδος χύτρας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σίττυβα* (ἡ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»