Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σήρ

См. также в других словарях:

  • Σήρ — silkworm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήρ — silkworm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήρ — ηρός, ὁ, Α 1. μεταξοσκώληκας 2. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από το κινεζ. se «μετάξι». Ο τ. σήρ με σημ. «μεταξοσκώληκας» είναι υποχωρητικό παράγωγο τού τ. σήρ «μετάξι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. Sērēs,… …   Dictionary of Greek

  • σηρ — το, Ν ινδική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 910 γραμμάρια …   Dictionary of Greek

  • Σηρσίν — Σήρ silkworm masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηρσίν — Σήρ silkworm masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηρῶν — Σήρ silkworm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηρῶν — Σήρ silkworm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηρός — Σήρ silkworm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηρός — Σήρ silkworm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σῆρα — Σήρ silkworm masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»