-
1 σαλάγη
A noise, outcry, Hsch. [full] σάλαγξ· ἰχθῦς ἀγαθός, καὶ μεταλλικὸν σκεῦος, Id. (Cf. σάλαξ, σηλαγγεύς.) -
2 σάλαξ
-
3 σηλαγγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηλαγγεύς
-
4 σιδηροπλύτης
A one who washes iron, dub. cj. in Hsch. s.v. σάλαγξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροπλύτης
-
5 σηλαγγεύς
σηλαγγεύς, - έωςGrammatical information: m.Meaning: `gold refiner, gold washer' (Agatharch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Page in Frisk: 2,695Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σηλαγγεύς
См. также в других словарях:
σάλαγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα γ ] … Dictionary of Greek
σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] … Dictionary of Greek