-
1 σάβυττος
σάβυττοςa fashion of cutting hair: masc nom sg -
2 σάβυττος
σάβυττος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάβυττος
-
3 σάβυττος
Grammatical information: m.Meaning: εἴδος ξυρήσεως εἰς καλλωπισμόν... τινες δε τὸ γυναικεῖον H.; - ττης (Phot.), - ττα f. ( Com. Adesp.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Similar βύττος γυναικὸς αἰδοῖον H. (s.v.); cf. also σαβαρίχις and σάκαν τὸ τῆς γυναικός H. There is no explanation of these words; s. the lit. on σαβαρίχις, also Kretschmer Glotta 13, 271 and Sommer Nominalkomp. 192. Cf. also on σαίνω. --- The sphere is typical that of Pre-Greek words.Page in Frisk: 2,670Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σάβυττος
-
4 σαβύττους
σάβυττοςa fashion of cutting hair: masc acc pl -
5 σάβυττον
σάβυττοςa fashion of cutting hair: masc acc sg
См. также в других словарях:
σάβυττος — a fashion of cutting hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάβυττος — και σαβύττης, ὁ, Ν (κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης» β) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο» … Dictionary of Greek
σαβύττους — σάβυττος a fashion of cutting hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάβυττον — σάβυττος a fashion of cutting hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάβυττα — ἡ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάβυττος κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek