Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σάβυττος

См. также в других словарях:

  • σάβυττος — a fashion of cutting hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάβυττος — και σαβύττης, ὁ, Ν (κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης» β) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο» …   Dictionary of Greek

  • σαβύττους — σάβυττος a fashion of cutting hair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάβυττον — σάβυττος a fashion of cutting hair masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάβυττα — ἡ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάβυττος κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»