-
1 σώσιμο
τό1) спасение; избавление; 2) израсходование; исчерпывание;ήρθες απάνω στο σώσιμο τού κροσιού — ты пришёл, когда всё вино выпили
-
2 σω(σ)μός
ο см. σώσιμο 1 -
3 σω(σ)μός
ο см. σώσιμο 1
См. также в других словарях:
σώσιμο — το, ατος 1. διάσωση: Είναι αδύνατο το σώσιμο των ναυαγών. 2. τελείωμα: Το σώσιμο των τροφίμων τον ανησύχησε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σώσιμο — το, Ν 1. διάσωση, σωτηρία 2. κατανάλωση, τέλειωμα, εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σωσ τού αορ. έ σωσ α τού σώζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] … Dictionary of Greek
εξάντληση — η 1. η τέλεια άντληση, το πλήρες άδειασμα, η κατανάλωση, το σώσιμο: Εξάντληση πυρομαχικών. 2. ατονία, κάμψη αντοχής, σωματική κατάπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)