Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σώσιμο

См. также в других словарях:

  • σώσιμο — το, ατος 1. διάσωση: Είναι αδύνατο το σώσιμο των ναυαγών. 2. τελείωμα: Το σώσιμο των τροφίμων τον ανησύχησε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σώσιμο — το, Ν 1. διάσωση, σωτηρία 2. κατανάλωση, τέλειωμα, εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σωσ τού αορ. έ σωσ α τού σώζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • εξάντληση — η 1. η τέλεια άντληση, το πλήρες άδειασμα, η κατανάλωση, το σώσιμο: Εξάντληση πυρομαχικών. 2. ατονία, κάμψη αντοχής, σωματική κατάπτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»