-
1 συν-τελικός
συν-τελικός, ή, όν, dem συντελής od. zum συντελής gehörig; τὸ συντελικόν, Alle, welche eine gemeinschaftliche Abgabe zu entrichten haben, = συντέλεια, Pol. 40, 3, 4. – Bei den Gramm. χρόνος σ., tempus perfectum, auch ῥῆμα συντ. u. στάσις συντ., status facti seu praeteriti et consummati, Quinct. 3, 6, 46.
-
2 συντελικός
συν-τελικός, ή, όν, dem συντελής od. zum συντελής gehörig; τὸ συντελικόν, alle, welche eine gemeinschaftliche Abgabe zu entrichten haben. Bei den Gramm. χρόνος σ., tempus perfectum, auch ῥῆμα συντ. u. στάσις συντ., status facti seu praeteriti et consummati -
3 ξυντ-
-
4 σύντομος
-
5 συντινάσσω
A shake to the foundations, Arist.Mu. 395b35; σὺν δὲ μάχην ἐτίναξε, i.e. closed with him, Theoc.22.90 (v.l. for ἐτάραξε):— [voice] Pass., τινασσομένου τινὸς συντ. to be shaken also, Plu.2.1089e, cf. Sor.1.46; συντιναγεῖσαν gloss on concussam, POxy.1099.8 (V A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντινάσσω
-
6 ὑπερσυντέλικος
ὑπερσυντέλικος χρόνος, Gramm.,A pluperfect tense, D.T.638.24, A.D.Synt.281.6, Choerob. in Theod.2.12 H., etc.; without χρόνος, A.D.Adv.124.18, EM483.51, etc.; ὑ. διάθεσις is f.l. for συντ. in A.D. Synt.70.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερσυντέλικος
См. также в других словарях:
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
πολύκωλος — ον, Α (για ποιητ. μέτρα και συντ. περιόδους) αυτός που αποτελείται από πολλά κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ισό κωλος)] … Dictionary of Greek
χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… … Dictionary of Greek
χριστιανικός — ή, ό / χριστιανικός, ή, όν, ΝΜΑ [χριστιανός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» ο χριστιανισμός β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
αποσιώπηση — η το να αποσιωπά κανείς· (σύντ.), σχήμα λόγου κατά το οποίο παραλείπεται κάτι, επειδή εύκολα εννοείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόδοση — η 1. το να δίνει κανείς κάτι που οφείλει πίσω: Η απόδοση εκείνων που δανείστηκε κανείς δεν επιβάλλεται μόνο από το νόμο, αλλά και από την ηθική. 2. απονομή: Απόδοση τιμών στον πρωθυπουργό που γύριζε από τμήμα καταδρομέων. 3. ερμηνεία του νοήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεκδοχή — η (συντ.), σχήμα λόγου κατά το οποίο λέγεται το ένα αντί των πολλών, το μέρος αντί του όλου, η ύλη αντί αυτού που κατασκευάζεται απ΄ αυτή κτλ.: Να τρώει η σκουριά το σίδερο και η γη τον αντρειωμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)