Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σύντροφ-ος

См. также в других словарях:

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • ωτιατρική — η, Ν κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο την θεραπεία τών νοσημάτων τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ιατρική. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Πανελλην. συντροφ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»