-
101 короткий
[καρότκιϊ] επ βραχύς, σύντομος -
102 краткий
[κράτκιϊ] επ σύντομος -
103 кратковременный
[κρατκαβριέμιννυϊ] επ σύντομος -
104 краткий
[κράτκιϊ] επ σύντομος -
105 кратковременный
[κρατκαβριέμιννυϊ] επ σύντομος -
106 воробьиный
επ.σπουργίτικος, του σπουργίτη•-ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•
-ая стая σμήνος σπουργιτών.
ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.εκφρ.- ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος). -
107 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
108 маленький
επ.1. μικρός•маленький дом μικρό σπίτι.
|| κοντός•-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•маленький человек κοντός άνθρωπος.
|| σύντομος•-ая речь μικρός λόγος (ομιλία).
|| ολιγάριθμος•маленький отряд μικρό τμήμα.
2. άσημος, ασήμαντος•-ая роль μικρός ρόλος•
-ая перемена μικρή αλλαγή•
я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.
3. ανήλικος•-ие дети μικρά! παιδιά.
ουσ. -ий, -ая μικρός•маленький плачет το μικρό κλαίει•
-ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.
εκφρ.по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός. -
109 небольшой
επ.,.1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•-ая комната μέτριο δωμάτιο.
|| ολιγάριθμος•небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•
небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.
|| (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•небольшой срок μικρή προθεσμία.
2. ασήμαντος•-ая польза μικρή ωφέλεια•
-ая беда μικρό κακό.
|| μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.
3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.
εκφρ.с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•за -им д-лом – βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом). -
110 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
111 недолгий
επ., βρ: -долог, -долга, -долго; μικρός, κοντός, σύντομος, βραχύς•-ое время σύντομο χρονικό διάστημα•
после -ого колебания ύστερα από μικρή ταλάντευση.
-
112 непродолжительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оμικρής διάρκειας- λιγόχρονος, βραχυχρόνιος, σύντομος•непродолжительный отпуск άδεια μικρής διάρκειας•
в течение -ого времени σε σύντομο χρονικό διάστημα•
-ое счастье εφήμερη ευτυχία.
-
113 односложный
επ., βρ: односложный жен, -жна, -жно.1. μονοσύλλαβος•-ые слова μονοσύλλαβες λέξεις.
2. μτφ. σύντομος, λακωνικός. -
114 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
115 сводный
επ.1. συνοπτικός, σύντομος•-ая афиша συνοπτική αψίσα•
-ые данные πληροφοριακά στοιχεία.
|| συνυφής, συνυφασμένος• συναρμοσμένος. || μεικτός, συμμιγής•сводный отряд μεικτό τμήμα.
2. ετεροθαλής•-брат ετεροθαλής αδερφός, μηλαδέρφι•
-ая сестра ετεροθαλής αδερφή, μηλαδέρφι.
-
116 скорый
επ., βρ: скор, -а, -о.1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•скорый шаг γοργό βήμα•
-ое движение γρήγορη κίνηση•
скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•
он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).
|| ανυπόμονος, βιαστικός.2. προσεχής, σύντομος•в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•
до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.
εκφρ.- ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά. -
117 скупой
επ., βρ: скуп, -а, -о.1. επ. κ. ουσ. τσιγκούνης, φιλάργυρος, τσιφούτης.2. επ. μτφ. γλίσχρος, πενιχρός, φτωχός•скупой подарок πενιχρό δώρο: -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος.
|| αδύνατος, ισχνός•скупой свет αδύνατο φως.
|| σύντομος, λιγόλογος•-ое письмо λιγόλογο γράμμα.
3. μτφ. φειδωλός, εγκρατής, μετριοπαθής•скупой на похвалы φειδωλός σε επαίνους.
-
118 сокращённый
επ. από μτχ.σύντομος, συνοπτικός, βραχύς. || μειωμένος, ελαττωμένος. || συντετμημένος•-ое слово συντετμημένη λέξη.
-
119 телеграфный
επ.1. τηλεγραφικός•-ые столбы τηλεγραφικοί στύλοι•
-ая лента τηλεγραφική ταινία•
-ая связь τηλεγραφική σύνδεση (επικοινωνία).
2. σύντομος, λακωνικός•писать -ым стилем γράφω λακωνικά.
εκφρ.- ое агенство – τηλεγραφικό πρακτορείο. -
120 παράδοσις
A handing down, bequeathing, transmission,τοῦ σκήπτρου Th.1.9
; handing over, transfer,ἡ π. τῶν χρημάτων Arist.Pol. 1309a10
, cf. Pl. Lg. 915d; σίτου, etc., POxy.1257.3 (iii A. D.), etc.;τῆς βασιλείας Plu. Comp.Lyc.Num.1
; ἐν παραδόσει παραλαμβάνειν ἀεί, of a reserve fund, IG11 (2).161 A126 (Delos, iii B. C.).2 transmission of legends, doctrines, etc., tradition,διδασκαλία καὶ π. Pl.Lg. 803a
;πραγματεῖαι αἱ ἐκ π. ηὐξημέναι Arist. SE 184b5
;ἐν παραδόσει ἔχειν τι Plb.12.6.1
, etc.; treatment, exposition,ὅπως πᾶσιν εὐπαρακολούθητος γένηται ἡ π. Hero Bel.73.12
; ἡ βοτανικὴ π. the subject of botany, Dsc.Praef.1;παραδόσεις καὶ παραγγελίαι Phld.Rh.1.78
S.; σύντομος π. succinct account, Ammon.in Porph.38.10.b in military sense, transmission of orders, Ael.Tact.21.2.3 that which is handed down or bequeathed, tradition, doctrine, teaching,ἡ π. τῶν πρεσβυτέρων Ev.Matt.15.2
, Ev.Marc.7.3, etc.;αἱ π. τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ἀνδρῶν Dam.Pr. 265
: also in Gramm.,Ἑλληνικὴ π. A.D.Conj.213.13
, cf. 19 (pl.); in textual criticism, defined as ἡ τῶν γραμματ ικῶν μαρτυρία, EM815.18; soπαρὰ τὴν π. γράφειν Demetr.Lac.Herc.1012.34
, cf. EM240.4, al.II surrender,πόλεως Th.3.53
; ἐκ παραδόσεως, opp. κατὰ κράτος, Plb.9.25.5; giving up to punishment or torture, Isoc.17.16;π. ἐπὶ θανάτῳ D.H.7.36
.2 Astrol., handing over,τῶν χρόνων Vett.Val.141.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράδοσις
См. также в других словарях:
σύντομος — cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
σύντομος — η, ο επίρρ. α 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο. 2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις. 3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)