-
1 συν-ουρίζω
-
2 σύν-ορος
σύν-ορος, ion. σύνουρος, mit angränzend; Arist. eth. 8, 10; τῇ Ἀττικῇ, Plut. Lys. 29. – Uebertr., verwandt, ähnlich, κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις, Aesch. Ag. 481.
См. также в других словарях:
σύνουρος — ον, Α ιων. τ. βλ. σύνορος … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek