-
1 συνάρμοσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάρμοσις
-
2 συναρμοστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρμοστέον
-
3 συναρμοστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρμοστής
-
4 συναρμοστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρμοστικός
-
5 σύναρμος
σύναρμ-ος, ον,A joined or framed together, Ph.Bel.64.14; of pyramids,σ. καὶ κατεξες μένον τὸ πᾶν ἔργον Ph.Byz.Mir.2.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύναρμος
-
6 συναρμοττόντως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρμοττόντως
-
7 συναρμόττω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρμόττω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский