-
1 σύμ-πλοια
σύμ-πλοια, ἡ, gemeinschaftliche Schifffahrt, Sp.
-
2 σύμπλοια
σύμ-πλοια, ἡ, gemeinschaftliche Schifffahrt -
3 συμπαρασκευαζω
1) вместе или одновременно подготавливать, устраивать(τί τινι Xen., Dem.)
2) снаряжать(πλοῖα Xen.; μυρίους ὁπλίτας Dem.; τὸν ἔκπλουν Plut.)
συμπαρασκευσάμενος δύναμιν Isocr. — снарядив войско
См. также в других словарях:
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek