-
1 σύμ-μιγμα
σύμ-μιγμα, τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.
-
2 σύμμιγμα
σύμ-μιγμα, τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung -
3 συμμιγμα
См. также в других словарях:
ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek