Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σύμπτωση

  • 1 σύμπτωση

    [-ις(-εως)] η
    1) совпадение, стечение;

    τυχαία σύμπτωση

    случайное совпадение;

    σύμπτωση γνωμών — совпадение мнений;

    σύμπτωση δυσμενών περιστάσεων — стечение неблагоприятных обстоятельств;

    2) случай, случайность;

    κατά σύμπτωση — или εκ σύμπτώσεως — случайно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύμπτωση

  • 2 σύμπτωση

    [симптоси] ουσ. 0. совпадение, стечение

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμπτωση

  • 3 σύμπτωση

    [симптоси] ουσ θ совпадение, стечение. (обстоятельств), случай.

    Эллино-русский словарь > σύμπτωση

  • 4 διαβολικός

    η, ό[ν] дьявольский, чертовский;

    διαβολική ψυχή — зловредный человек;

    διαβολική σύμπτωση — чертовщина

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαβολικός

  • 5 ευτυχής

    ης, ες в разн. знач счастливый;

    ευτυχής σύμπτωση — счастливое совпадение, счастливая случайность;

    ζω ευτυχ — жить счастливо;

    είμαι ευτυχής πού σας ξαναβλέπω — я очень рад вас снова видеть;

    § ευτυχής εμπνευση — блестящая идея;

    ευτυχές το Νέον έτος! — с Новым годом!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευτυχής

  • 6 κατά

    (κατ;
    καθ') прав. I με γεν., αιτιατ. 1) (при обознач, направления) к; по;

    (γεν.) κατά ηλιού — к солнцу;

    (αι — тшт.) κατά τον ρούν πόταμου — по течению реки;

    κατ' ευθείαν прямо;

    πάω κατά την θάλασσα — идти к морю;

    κατά τη δύση — на запад;

    γυρισμένος κατά τον τοίχο — повёрнутый к стене;

    μου το είπε κατά πρόσωπο — он мне сказал это в лицо;

    τα παράθυρα μου βλέπουν κατά το βουνό — мои окна выходят на гору;

    κατά πού; — куда?;

    κατά πού πας; — куда идёшь?;

    κατά πού έκαμε; — куда он направился?;

    κατά πού πάει ο δρόμος; — куда ведёт дорога?;

    κατά κεί — туда;

    κατά δω — сюда!;

    2) (при обознач, места) на;

    (γεν.) κοιμάται κατά γης — он спит на полу, на земле;

    κατά ξηρά και θάλασσα — на суше и на море;

    καθ' όλην την Ελλάδα по всей Греции;
    3) возле, около;

    κάθομαι εκεί κατά τον σταθμό — я живу там около вокзала;

    II με γεν. против;
    ομιλώ κατά κάποιου выступать против кого-л.;

    είμαι κατά τού πολέμου — быть против войны;

    υπέρ και κατά за и против;
    III με αιηατ. 1) (при обознач, времени):

    κατά τον Παγκόσμιο πόλεμο — во время мировой войны;

    κατά τη συμπλοκή — во время схватки;

    κατά την απουσία μου — в моё отсутствие;

    κατά τό βραδάκι — вечерком, к вечеру;

    κατά го τέλος τού Φλεβάρη — к концу февраля;

    κατά τό μεσημέρι — к полудню;

    κατά τα μεσάνυχτα — к полуночи;

    κατά τίς δέκα — к десяти часам;

    κατ' αυτάς в эти дни; на днях;
    2) в соответствии с, согласно, по;

    κατά τη γνώμη μου — по моему мнению;

    κατά συνθήκην — по договорённости, по (обойдному) согласию;

    κατ' εμέ а) по моему мнению; б) по-моему; по мне (разг);

    κατά τα συνηθισμένα του — по своему обыкновению;

    κατά τον νόμο — по закону;

    κατά τό γράμμα και το πνεύμα τού νόμου — согласно букве и духу закона;

    κατά γενικήν απαίτησιν — по общему требованию;

    κατά βούληση — по желанию;

    κατά τίς περιστάσεις — смотря по обстоятельствам;

    κατ' αναλογία в соответствии...;

    κατά κανόνα — как правило;

    κατά ποιόν και κατά ποσόν — по качеству и по количеству;

    κατά τό μήκος — по длине;

    κατά τό πλάτος — по ширине;

    κατά τό ύψος — по высоте;

    κατά τα ειωθότα — как обычно;

    κατ' εκλογήν по выбору, на выбор;
    κατ' αρχαιότητα по старшинству; 3) (с сущ. без артикля в наречных оборотах для обознач, образа действия или причины):

    κατά μήκος — вдоль;

    κατά πλάτος — поперёк;

    κατά λάθος — по ошибке, ошибочно;

    κατά τύχην — случайно;

    κατά σύμπτωση — случайно, по совпадению;

    κατ' ανάγκη по необходимости;

    κατά μέρος — в сторону;

    παίρνω κάποιον κατά μέρος — отводить кого-л. в сторону;

    άφησε τα αυτά κατά μέρος — оставь это;

    4) (при обознач, разницы):

    ήμουνα κατά δεκαπέντε χρόνια νεώτερος του — я был на. пятнадцать лет моложе его;

    5) (при обознач, сходства, подобия):
    κατ' εικόνα και ομοίωση по образу и подобию своему; 6) (при обознач, частичности, разделения, распределения):

    κατά τεμάχια — по кускам;

    κατά μέρη — по частям;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατά

  • 7 μοιραίος

    αία, ο[ν] роковой, неизбежный, фатальный; пагубный, гибельный;

    τό μοιραίον τέλος — неизбежный конец; — неизбежная гибель;

    μοιραία σύμπτωση роковое совпадение;
    μοιραία γυναίκα роковая женщина;

    τό δυστύχημα ήτο μοιραίον — несчастный случай был неизбежен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μοιραίος

См. также в других словарях:

  • σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωση — η 1. συνταύτιση: Διαπιστώθηκεσύμπτωση απόψεων. 2. τυχαία εμφάνιση: Κατά διαβολική σύμπτωση βρέθηκε μπροστά του ο προϊστάμενός του. 3. συγχρονισμός, ταυτόχρονη εμφάνιση δύο γεγονότων: Η απροσδόκητη σύμπτωση των δύο ατυχιών τον κατέβαλε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • συγχρονίζω — ΝΜΑ [σύγχρονος] νεοελλ. (μτβ.) 1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους») 2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω 3.… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • συγκέντρωση — Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα… …   Dictionary of Greek

  • συγχρονισμός — ο, ΝΑ [συγχρονίζω] σύμπτωση ενεργειών ή συμβάντων ως προς τον χρόνο, χρονικός συντονισμός («συγχρονισμός κινήσεων») νεοελλ. 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σύμφωνο προς τις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονισμός 2. (ραδιοτεχν.) η ρύθμιση μιας… …   Dictionary of Greek

  • συμπτωματικός — ή, ό / συμπτωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμπτωμα, ώματος] αυτός που συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαίος (α. «συμπτωματική αντιμετώπιση» β. «συμπτωματική συστοιχία», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελεί σύμπτωμα νόσου («συμπτωματικός πυρετός») 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»