Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σύμπτυκτος

См. также в других словарях:

  • σύμπτυκτος — ον, Α [συμπτύσσω] 1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος 2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά …   Dictionary of Greek

  • σύμπτυκτον — σύμπτυκτος folded together masc/fem acc sg σύμπτυκτος folded together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύκτοις — σύμπτυκτος folded together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπτυκτα — σύμπτυκτος folded together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτυκτικός — ή, όν, Α [σύμπτυκτος] αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»