-
1 σύμπτυκτος
σύμ-πτυκτος, zusammengefaltet, -gelegt -
2 σύμ-πτυστος
σύμ-πτυστος, bespuckt, verabscheuungswürdig, vulg. für σύμπτυκτος beim Schol. Ar. Nubb. 559.
См. также в других словарях:
σύμπτυκτος — ον, Α [συμπτύσσω] 1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος 2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά … Dictionary of Greek
σύμπτυκτον — σύμπτυκτος folded together masc/fem acc sg σύμπτυκτος folded together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτύκτοις — σύμπτυκτος folded together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτυκτα — σύμπτυκτος folded together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτυκτικός — ή, όν, Α [σύμπτυκτος] αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι … Dictionary of Greek