Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύμπνοος

См. также в других словарях:

  • σύμπνοος — concordant masc/fem nom sg σύμπνους masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοον — σύμπνοος concordant masc/fem acc sg σύμπνοος concordant neut nom/voc/acc sg σύμπνους masc/fem acc sg σύμπνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοα — σύμπνοος concordant neut nom/voc/acc pl σύμπνους neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνοοι — σύμπνοος concordant masc/fem nom/voc pl σύμπνους masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπνους — ουν και σύμπνοος, οον, Α [συμπνέω] 1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.) 2. σύμφωνος, ταιριαστός 3. ομόγνωμος …   Dictionary of Greek

  • ξύμπνοα — σύμπνοα , σύμπνοος concordant neut nom/voc/acc pl σύμπνοα , σύμπνους neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»