Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σύμβουλος

См. также в других словарях:

  • σύμβουλος — adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου …   Dictionary of Greek

  • σύμβουλος — ο 1. αυτός που συμβουλεύει: Έπεσε θύμα των συμβούλων του. – Υπηρέτησε ως νομικός σύμβουλος του κράτους. 2. μέλος συμβουλίου: Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διευθύνων σύμβουλος — Ανώτατο στέλεχος ανώνυμης εταιρείας και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, το οποίο του αναθέτει και τα σχετικά διευθυντικά του καθήκοντα. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κύριο λόγο διαχειριστικές αλλά και διοικητικές και ασκούνται μέσα στα… …   Dictionary of Greek

  • Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… …   Dictionary of Greek

  • ξύμβουλος — σύμβουλος , σύμβουλος adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλω — σύμβουλος adviser masc nom/voc/acc dual σύμβουλος adviser masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλοις — σύμβουλος adviser masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλου — σύμβουλος adviser masc gen sg συμβούλομαι will pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμβούλομαι will imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλους — σύμβουλος adviser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβούλων — σύμβουλος adviser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»