-
1 σύμβουλος
[симвулос] ουσ. а. советник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμβουλος
-
2 советник
советник м о σύμβουλος; \советник посольства о σύμβουλος της πρεσβείας* * *мο σύμβουλοςсове́тник посо́льства — ο σύμβουλος της πρεσβείας
-
3 консультант
-
4 советник
советникм ὁ σύμβουλος:военный \советник ὁ στρατιωτικός σύμβουλος. -
5 советник
-а α.σύμβουλος, συμβουλάτορας•военный советник στρατιωτικός σύμβουλος•
тайный -μυστικοσύμβουλος.
-
6 консультант
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консультант
-
7 советник
ο σύμβουλοςэкономический - см.финансовый -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > советник
-
8 юрисконсульт
ο νομικός σύμβουλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юрисконсульт
-
9 консультант
консульт||антм ὁ γνωμοδότης, ὁ είδι-κός σύμβουλος. -
10 мудреный
мудрен||ыйприл1. (сложный, замысловатый) πολύπλοκος, μπερδεμένος, περίπλοκος/ δύσκολος (трудный):это \мудреныйое дело τοῦτο εἶναι μπερδεμένη ὑπόθεση· \мудреный узор τό πολυσύνθετο κέντημα·2. (непонятный, странный) σύνθετος, μπερδεμένος, ἰδιότροπος / ἀλλόκοτος, παράξενος (о человеке)· ◊ утро вечера мудренее поел. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
11 советчик
советчикм разг ὁ σύμβουλος, ὁ συμ-βουλάτορας. -
12 утро
у́тр||ос τό πρωί, ἡ πρωία:наступает \утро ξημέρωσε· в 9 часов \утроа στις ἐννιά τό πρωί· на следующее \утро τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, τήν ἐπομένην πρωιαν с \утроа ἀπό τό πρωί· с самого \утроа ἀπό νωρίς τό πρωί· с раннего \утроа ἀπό πολύ πρωί· с \утроа до вечера ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ· до \утроа́ ῶς τό πρωί· к \утроу κατά τό πρωί· по \утроам τά πρωινά· ◊ с добрым \утроом!, доброе \утро! καλημέρα!· в одно прекрасное \утро μίαν ὠραίαν πρωΐαν \утро вечера мудренее погов. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
13 юрисконсульт
юрисконсультм ὁ νομικός σύμβουλος. -
14 консультант
[κανσουλ'τάντ] ουσ. α γνωμοδότης, ειδικός σύμβουλος -
15 советник
[σαβιέτνικ] ουσ. α σύμβουλος -
16 советчик
[σαβιέτσικ] ουσ. α σύμβουλος -
17 . юрисконсульт
[γιουρισκόνσουλ'τ] ουσ,.α. ο νομικός σύμβουλος -
18 консультант
[κανσουλ'τάντ] ουσ α γνωμοδότης, ειδικός σύμβουλος -
19 советник
[σαβιέτνικ] ουσ α σύμβουλος -
20 советчик
[σαβιέτσικ] ουσ α σύμβουλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύμβουλος — adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου … Dictionary of Greek
σύμβουλος — ο 1. αυτός που συμβουλεύει: Έπεσε θύμα των συμβούλων του. – Υπηρέτησε ως νομικός σύμβουλος του κράτους. 2. μέλος συμβουλίου: Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθύνων σύμβουλος — Ανώτατο στέλεχος ανώνυμης εταιρείας και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, το οποίο του αναθέτει και τα σχετικά διευθυντικά του καθήκοντα. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κύριο λόγο διαχειριστικές αλλά και διοικητικές και ασκούνται μέσα στα… … Dictionary of Greek
Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… … Dictionary of Greek
ξύμβουλος — σύμβουλος , σύμβουλος adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλω — σύμβουλος adviser masc nom/voc/acc dual σύμβουλος adviser masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλοις — σύμβουλος adviser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλου — σύμβουλος adviser masc gen sg συμβούλομαι will pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμβούλομαι will imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλους — σύμβουλος adviser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβούλων — σύμβουλος adviser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)