-
1 σύλλογος
[силлогос] ουσ. а. общество, ассоциация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύλλογος
-
2 коллегия
коллегия ж о σύλλογος, το σώμα* η επιτροπή (комиссия)' \коллегия адвокатов о δικηγορικός σύλλογος судейская \коллегия спорт, η ελλανοδίκη επιτροπή* * *жο σύλλογος, το σώμα; η επιτροπή ( комиссия)колле́гия адвока́тов — ο δικηγορικός σύλλογος
суде́йская колле́гия — спорт. η ελλανοδίκη επιτροπή
-
3 коллегия
-и θ.1. σύλλογος• επιτροπή•профессоров σύλλογος καθηγητών•
редакционная коллегия συντακτική επιτροπή•
коллегия защитников δικηγορικός σύλλογος.
2. παλ. συμβούλιο•-иностранных дел συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων.
3. παλ. κολέγιο (εκπαιδ. ίδρυμα). -
4 общество
-а ουδ.1. κοινωνία•человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•
первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.
2. κύκλος• τάξη• στρώμα•дворянское общество η τάξη των ευγενών•
купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.
|| το φύλο•женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.
3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•
акционерное общество μετοχική εταιρεία.
|| σύλλογος•спортивное общество αθλητικός σύλλογος.
5. αγροτική κοινότητα. -
5 клуб
1. (организация) η λέσχη, ο σύλλογοςспортивный - ο αθλητικός σύλλογος 2 (дыма) η τολύπη/τούφα του καπνού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клуб
-
6 общество
1. (совокупность людей, объединённых общими условиями жизни) η κοινωνία 2. (организация) о σύνδεσμος, ο σύλλογος, η εταιρείαакционерное - с ограниченной ответственностью η μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)классификационное - мор. о Νηογνώμων3. (круг людей, объединённых общностью чего-л.) η τάξη, ο κύκλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общество
-
7 ассоциация
-
8 клуб
-
9 коллегия
коллегияж ὁ σύλλογος, τό συμβούλιο ίδρύματος:\коллегия защитников ὁ δικηγορικός σύλλογος. -
10 общество
обществ||ос1. ἡ κοινωνία:коммунистическое \общество ἡ κομμουνιστική κοινωνία· бесклассовое \общество ἡ ἀταξική κοινωνία·2. (компания) ἡ συντροφιά, ἡ συναναστροφή, ἡ παρέα:в \обществое кого-л. μαζύ μέ κάποιον, παρέα (или συντροφιά) μέ κάποιον3. (организация) ὁ σύνδεσμος, ὁ σύλλογος, ἡ ἐταιρεία:научное \общество ἡ ἐπιστημονική ἐταιρεία· спортивное \общество ὁ ἀθλητικός σύλλογος· греко-советское \общество ὁ ἐλληνοσοβιετικός σύνδεσμος· акционерное \общество ἡ μετοχική (или ἡ ἀνώνυμος) ἐταιρεία·4. (дворянское и т. п.) уст. οἱ κύκλοι, ἡ ἀριστοκρατία. -
11 объединение
объединениес1. (действие) ἡ ἕνωση [-ις]. ἡ συνένωση [-ις], ἡ ἐνοποίηση [-ις]·2. (организация, союз) ἡ ἕνωση [-ις], ὁ σύλλογος, ὁ ὀμιλος:\объединение юристов ὁ σύλλογος δικηγόρων· литературное \объединение ὁ φιλολογικός ὀμιλος. -
12 адвокат
ο δικηγόρος, (защитник) о συνήγοροςколлегия - ов ο δικηγορικός σύλλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адвокат
-
13 коллаген
(белок) το κολλαγόνο коллега ο συνάδελφος. коллегия ο σύλλογοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коллаген
-
14 объединение
1. тех. το συγκρότημα 2. (действие) η ένωση, η συνένωση ^(организация) η ένωση, ο σύλλογος, ο όμιλος, η κοινοπραξία 4. мат. η ένωση - множеств - των συνόλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объединение
-
15 союз
1. (единение, связь групп, обществ и т.п.) η συμμαχία, ο συνασπισμός 2. (государственное объединение, общественная организация) η ένωση, ο σύλλογοςτο σωματείο 3 (грам) ο σύνδεσμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > союз
-
16 общество
общество с 1) η κοινωνία·* * *с1) η κοινωνίαсоциалисти́ческое о́бщество — η σοσιαλιστική κοινωνία
бесклас́совое о́бщество — η αταξική κοινωνία
2) ( союз) ο σύνδεσμος; η εταιρεία ( коммерческое)спорти́вное о́бщество — о αθλητικός σύλλογος
-
17 ассоциация
ассоциацияж1. (союз, общество) ὁ συνεταιρισμός, ἡ ἐταιρεία, ὁ σύλλογος;2. психол. ὁ συνειρμός. -
18 благотворительностьый
благотворительность||ыйприл εὐεργετικός, φιλανθρωπικός:\благотворительностьыйое общество ὁ φιλανθρωπικός σύλλογος. -
19 добровольноный
добровольно||ныйприл ἐκούσιος, ἐθελοντικός:\добровольноныйное общество ὁ σύλλογος· на \добровольноныйных началах προαιρετικά. -
20 землячество
землячествос ἡ ἀδελφότητα [-ης], ὁ σύλλογος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύλλογος — assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… … Dictionary of Greek
σύλλογος — ο 1. οργανωμένη ομάδα προσώπων με ορισμένους σκοπούς: Ο μορφωτικός σύλλογος του χωριού μας ανέπτυξε πλούσια δράση. 2. «σύλλογος καθηγητών», το σύνολο των καθηγητών που υπηρετούν σ ένα γυμνάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… … Dictionary of Greek
Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως — Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1861 από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων. Ανέπτυξε πλούσια δράση, έχτισε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (1873), ίδρυσε οργανοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο και επιδίωξε να συνδεθεί με … Dictionary of Greek
ξύλλογος — σύλλογος , σύλλογος assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαιδρυνταί — Σύλλογος ιερέων στην Ολυμπία. Κατάγονταν από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία, που κατασκεύασε το εκεί άγαλμα του Ολύμπιου Δία. Σε αυτούς είχε ανατεθεί το καθήκον του καθαρισμού του αγάλματος του θεού και η προσφορά, μετά από αυτό, θυσίας στην Εργάνη… … Dictionary of Greek
συλλόγοις — σύλλογος assembly masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγου — σύλλογος assembly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγους — σύλλογος assembly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγων — σύλλογος assembly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)