Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σύλληξις

См. также в других словарях:

  • σύλληξις — joining together by lot fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλληξις — ήξεως, ἡ, Α 1. σύμπτωση, συνδυασμός με κλήρωση ή κατά τύχην («τύχην ἡγουμένοις αἰτίαν τῆς ξυλλήξεως», Πλάτ.) 2. φρ. «σύλληξις πυκτῶν» η επιλογή πυγμάχων με κλήρωση (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λῆξις (< λαγχάνω «τυχαίνω με κλήρο»)] …   Dictionary of Greek

  • σύλληξιν — σύλληξις joining together by lot fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλήξεως — συλλήξεω̆ς , σύλληξις joining together by lot fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήξεως — συλλήξεω̆ς , σύλληξις joining together by lot fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»