-
1 συγχύση
-
2 συγχύσῃ
-
3 σύγχυση
[-ις (-εως)] η1) путаница, недоразумение;δημιουργώ σύγχυση — вносить путаницу;
2) смешение, путаница;σύγχυση γλωσσών (εννοιών) — смешение языков (понятий);
3) волнение, расстройство;μας εβαλε σε μεγάλη σύγχυση — он нас очень расстроил;
4) смущение, замешательство; смятение;προκαλώ σύγχυση — смущать, вызывать замешательство, смятение, приводить в замешательство;
φέρνω σύγχυση — вносить замешательство;
επιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τού εχθρού — расстраивать ряды противника;
5) раздражение, возмущение;σύγχυση ειρήνης — возмущение спокойствия;
6) волнение, бунт, мятеж;σύγχυση πολιτείας — страна охвачена волнениями;
7) юр. аффект;διατελώ εν πλήρει (εν μετρία) σύγχύσει — находиться в состоянии полного (частичного) аффекта;
8) астр. возмущение;§ σύγχυση διανοητική — умственное расстройство
-
4 σύγχυση
[синхиси] ουσ. Θ. путаница, смешение, беспокойство, волнение, раздражение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύγχυση
-
5 σύγχυση
[синхиси] ουσ θ путаница, смешение, беспокойство, волнение, раздражение. -
6 σύγχυση
збркаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύγχυση
-
7 σύγχυση
1) chaos2) perplexité -
8 σύγχυση
1) pomieszanie (n) rzecz.2) zakłopotanie (n) rzecz.3) zamęt (m) rzecz. -
9 σύγχυση
zmatek -
10 σύγχυση
1) bewilderment2) confusionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύγχυση
-
11 perplexité
σύγχυση -
12 bewilderment
σύγχυση -
13 pomieszanie
σύγχυση -
14 zakłopotanie
σύγχυση -
15 zamęt
σύγχυση -
16 şaşkınlık
σύγχυση, μπέρδεμα -
17 замешательство
-а ουδ.σύγχυση, ταραχή, καταθορύβηση•произошло замешательство в рядах войск επήρθε σύγχυση στις τάξεις του οτρατού•
вносить замешательство φέρω σύγχυση.
|| αμηχανία, ενδοιασμός. -
18 перепутать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепутанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ. μπερδεύω, περιπλέκω, ανακατώνω•перепутать нитки μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχέω, κάνω σύγχυση•перепутать фамилию κάνω σύγχυση στο επώνυμο.
μπερδεύομαι, παθαίνω σύγχυση. -
19 замешательство
замешательство с η σύγχυση, η αμηχανία прийти в \замешательство βρίσκομαι σε αμηχανία* * *сη σύγχυση, η αμηχανίαприйти́ в замеша́тельство — βρίσκομαι σε αμηχανία
-
20 путаница
См. также в других словарях:
σύγχυση — σύγχυση, η και σύχυση, η 1. συσκότιση, μπέρδεμα: Υπάρχει σύγχυση γύρω από το θέμα των εκλογών. 2. ψυχική αναστάτωση: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη σύγχυσή του για τη συμπεριφορά μας. – Βρισκόταν σε σύγχυση, όταν έκανε το έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
συγχύσῃ — συγχύσηι , σύγχυσις mixture fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβέλ — I (Babel). Σημιτική ονομασία της εξελληνισμένης Βαβυλώνας. Η λέξη αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, από την εποχή που γράφτηκε το 11ο βιβλίο της Γένεσης, όπου περιγράφεται η ιστορία του ομώνυμου πύργου. Στα εβραϊκά σημαίνει σύγχυση και αναφέρεται… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω … Dictionary of Greek
βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek